- έβγω
- βγαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφεντεύω — και διαυθεντεύω και δηφενδεύω, δεφενδεύω, δεφεντεύω, διαφεδεύγω, διαφενδεύω, διαφεντεύω, διαφεντεύγω) 1. προστατεύω, υπερασπίζω, υποστηρίζω 2. κυβερνώ, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι («ὁποῑον [φησὶ] ἐδιαυθέντευεν ὁ ρὴξ τῆς Ἐγγλιτέρρας», Γεωργηλάς) μσν … Dictionary of Greek
διόχνει — και δόχνει (Μ διόχνει) μού φαίνεται καλό, αποφασίζω («δόχνει με... να έβγω να κυνηγήσω»). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. έδοξε του δοκεί* κατά παρετυμολ. προς την πρόθεση δια*] … Dictionary of Greek